παρασύρεται

παρασύρεται
παρασύ̱ρεται , παρασύρω
sweep away
aor subj mid 3rd sg (epic)
παρασύ̱ρεται , παρασύρω
sweep away
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευάλωτος — η, ο (Α εὐάλωτος, ον) 1. αυτός που κυριεύεται ή συλλαμβάνεται εύκολα («ευάλωτο φρούριο») 2. αυτός που γίνεται εύκολα υποχείριος άλλου, αυτός που έχει αδύνατο χαρακτήρα, ο ενδοτικός, ο υποχωρητικός («ευάλωτος δικαστής») 3. ιατρ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ευπαράγωγος — εὐπαράγωγος, ον και εὐπαραγωγός, όν (Α) 1. αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον τόπο, ο ευκολομετακίνητος 2. αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο ευκολοπάτητος 3. εύκαμπτος, ευλύγιστος 4. αυτός που απατά εύκολα, ο απατηλός 5. (κατ… …   Dictionary of Greek

  • συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… …   Dictionary of Greek

  • Πανταλόνε — Βενετσιάνικο πρόσωπο της Kομέντια ντελ άρτε που αποδίδει τον τύπο ενός γέροντα εμπόρου, συνήθως φιλάργυρου. Αρχικά (αναφέρεται σε κείμενα ήδη προς το τέλος το 16ου αι.) το πρόσωπο ήταν γνωστό και με τη γενική ονομασία Μανίφικο (θαυμάσιος)·… …   Dictionary of Greek

  • άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν …   Dictionary of Greek

  • έρμαιο — το (AM ἕρμαιον) μσν. νεοελλ. οτιδήποτε παρασύρεται χωρίς τη θέλησή του από κάποιον, το θύμα, το παίγνιο (α. «άνθρωπος έρμαιο τών παθών του» β. «πλοίο έρμαιο τών κυμάτων») νεοελλ. κάθε αδέσποτο αντικείμενο που φέρεται εδώ κι εκεί από τα κύματα ή… …   Dictionary of Greek

  • αερόσυρτος — και αγερόσυρτος, η, ο όποιος σέρνεται, παρασύρεται από τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + συρτός < σύρω] …   Dictionary of Greek

  • αερόφερτος — και αγερόφερτος, η, ο [αεροφέρνομαι] 1. αυτός που παρασύρεται ή παρασύρθηκε από τον αέρα και φέρεται εδώ κι εκεί, ανάλογα με την κατεύθυνση τού ανέμου 2. (για διαδόσεις, ειδήσεις κ.λπ.) αυτός που διαδίδεται χωρίς να έχει εξακριβωθεί προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …   Dictionary of Greek

  • ακαμάρωτος — (I) η, ο [καμαρωτός Ι] 1. όποιος δεν έχει καμάρα, αψίδα «ακαμάρωτη στέρνα» 2. αυτός που δεν χωρίστηκε σε κάμαρες, σε δωμάτια (σπίτι ακαμάριαστο) 3. αυτός που δεν σκύβει το κεφάλι, ο αλύγιστος. (II) η, ο [καμαρωτός ΙΙ] όποιος δεν καμαρώνει, δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”